λίγος

λίγος
και ολίγος, -η, -ο (AM ὀλίγος, -η, -ον, Α και ὀλίος, -η, -ον, Μ και λίγος, -η, -ον)
1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν», Θουκ.)
2. αυτός που έχει μικρή χρονική διάρκεια, βραχύς (α. «σε λίγη ώρα θα φύγω» β. «Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον», Πίνδ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) λίγο και ὀλίγον
σε μικρή ποσότητα, έκταση ή ένταση, λιγάκι (α. «λίγο ακόμη και θα τόν χάναμε» β. «ὀλίγον δὲ παρακλίνας ἐδίωκεν», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α) «λίγο έλειψε να...» ή «παραλίγο» ή «ὀλίγου δεῑν» ή «ὀλίγου» ή «παρ' ολίγον» ή «ἐς ὀλίγον» — σχεδόν («λίγο έλειψε να πνιγώ»)
β) «εντός ολίγου» ή «σε λίγο» ή «μετά από λίγο» ή «δι' ὀλίγου» ή «ἐν όλίγῳ» — σε μικρό χρονικό διάστημα ή σε μικρή απόσταση
γ) «προ ολίγου» ή «πριν από λίγο» — πριν από μικρό χρονικό διάστημα
δ) «επ' ολίγον» — για μικρό χρονικό διάστημα
ε) «με λίγα λόγια» ή «εν ολίγοις» ή «δι' ολίγων» — σύντομα, με μικρό αριθμό λέξεων
στ) «λίγο λίγο» ή «ολίγον κατ' ολίγον» — σε μικρές ποσότητες ή σε μικρό χρονικό διάστημα, σιγά σιγά
νεοελλ.
1. φρ. «κάθε λίγο και λιγάκι» — ή «κάθε τρεις και λίγο» — επανειλημμένα, πολύ συχνά
2. παροιμ. α) «όπου γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα» — η απληστία για κέρδος γίνεται συχνά πρόξενος απώλειας και αυτών τών κερδών που ήδη υπάρχουν
β) «όπου πάνε τα πολλά πάνε και τα λίγα» — και τα μεγάλα και τα μικρά κέρδη περιέρχονται στους πλουσίους και δεν απομένει τίποτε για τους φτωχούς
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὀλίγοι
οι ολιγαρχικοί
2. (το ουδ. δοτ. εν. ως επίρρ.) ὀλίγῳ
λιγάκι
3. φρ. «εξ ολίγου» — ξαφνικά, αιφνίδια. Επίρρ. σπαν. ὀλίγως (Α)
λιγάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παραμένει αμφίβολη η σύνδεση τής λ. ὀλίγος με τον τ. λοιγός* «όλεθρος, φθορά» (το ο
τού ὀλίγος θεωρείται προθεματικό), καθώς και με το λιθουαν. liga «ασθένεια». Το επίθ. εμφανίζει στα παραθετικά του ποικιλία τύπων: ὀλίζων ή ὀλείζων (ο πρώτος θεωρείται ως αρχικός, ενώ το -ει- τού δεύτερου οφείλεται σε αναλογία προς το μείζων), ὀλιγώτερος - ὀλίγιστος (ομαλά) και τα πιο εύχρηστα στην αττ. διάλεκτο ἐλάττων ή μείων - ἐλάχιστος. Ο διαλεκτικός τ. ὀλίος > ὀλίγος, με σίγηση τού -γ-, κατ' άλλους όμως το ουδ. ὀλίον αναλογικά προς το μεῖον. Το νεοελλ., τέλος, λίγος < ὀλίγος με σίγηση τού αρκτικού ο
(πρβλ. ὁμιλῶ: μιλώ, ὀμμάτιον: μάτι). Το επίθ. λίγος σε σχέση με το μικρός αναφέρεται κυρίως στην ποσότητα ή στη χρονική διάρκεια, ενώ το μικρός αναφέρεται στο μέγεθος και χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική ευρέως με μειωτική σημ. «ασήμαντος».
ΠΑΡ. λιγώνω, ολιγάκις, (ο)λιγοστός, ολιγότητα(-ης)
αρχ.
ολιγαχού, ολιγῶ
νεοελλ.
λιγουλάκι, λιγούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με α' συνθετικό βλ. λιγο-).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λίγος — η, ο 1. όχι πολύς στον αριθμό ή την ποσότητα: Το μωρό ήπιε λίγο γάλα και κοιμήθηκε. 2. παροιμ. φρ., «Όποιος γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα», για άπληστους ανθρώπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιγεύω — [λίγος] μειώνομαι ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος, λιγοστεύω …   Dictionary of Greek

  • παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • χυλάριον — τὸ, Α λίγος χυλός, λίγος χυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ολίγος — ολίγος, η, ο και λίγος, η, ο 1. μικρός σε αριθμό, πλήθος, ποσότητα: Έναν καφέ με ολίγη. – Λίγο σιτάρι. 2. μικρός σε μέγεθος, έκταση, ένταση: Λίγο το οικόπεδο. – Λίγο το κακό. 3. μικρός σε διάρκεια, σύντομος: Λίγος καιρός. – Λίγη ώρα έχει που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Плутархос, Яннис — Яннис Плутархос Γιάννης Πλούταρχος …   Википедия

  • Κουτσόβλαχος — ο, θηλ. Κουτσοβλάχα στον πληθ. οι Κουτσόβλαχοι λατινόφωνοι κάτοικοι με ελληνική συνείδηση χωριών τής Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, Βόρειας Ηπείρου κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με την προέλευση τής λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”